-
1 станок
1. (машина для обработки) η εργαλειομηχανή, η μηχανήбуровой - το (αυτοκινούμενο/μεταφερόμενο) μηχάνημα γεώτρησηςвинторезный - το μηχάνημα ελικοτόμησης, ο τόρνος σπειρωμάτωνдолбёжный - (по металлу) - της διάνοιξης επιμηκών οπών, ο σφηνοκόπτηςзуборезный - ο γραναζοκόφτης, η μηχανή κατασκευής οδοντώσεωνклепальный - το μηχάνημα των ηλώσεων/καρφώσεωνкромкострогальный - η μηχανική πλάνη των άκρων/ακμώνпродольно-строгальный - см. строгальный -расточный - το διατρητικό μηχάνημα, το μηχανικό τρυπάνιревольверный - см. токарный револьверный -ткацкий - ο αργαλειός, η υφαντική μηχανή- токарный фасонно-отрезной автомат ο αυτόματος τόρνος ελβετικού τύπου (για μικρά αντικείμενα ακριβείας)трубонарезной - для нарезания внутренней резьбы το κολαούζο (ξεν.)фрезерный - η φρέζα, η εγκλυφική μηχανήшероховальный - (рез.) η μηχανή στίλβωσης των μετάλλων2. (опора, основание) το υποστήριγμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > станок